- προσπλησιάζω
- Μ(αμτβ.) πλησιάζω, προσεγγίζω κάποιον ακόμη πιο πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek